εξαντλητικός

εξαντλητικός
-ή, -ό [εξάντληση]
1. αυτός που εξαντλεί, που εξασθενίζει εντελώς τις δυνάμεις («εξαντλητική δίαιτα»)
2. αυτός που εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία μιας υπόθεσης («εξαντλητική ανάκριση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαντλητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προξενεί εξάντληση δυνάμεων, καταπονητικός: Εξαντλητικά εργάζεται. 2. μτφ., που εξετάζει πολύ καλά τα σημεία μιας υπόθεσης: Γίνεται εξαντλητική δικαστική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… …   Dictionary of Greek

  • εξασθενωτικός — ή, ό [εξασθένωση] αυτός που επιφέρει σωματική ή ψυχική κατάπτωση, εξαντλητικός …   Dictionary of Greek

  • καταπονητικός — ή, ό [καταπονώ] αυτός που προκαλεί καταπόνηση, κουραστικός, εξαντλητικός, κοπιώδης, επίπονος. επίρρ... καταπονητικώς με κουραστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • λεπτομερειακός — ή, ό [λεπτομέρεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λεπτομέρειες 2. εξονυχιστικός, εξαντλητικός («η επιτροπή έκανε λεπτομερειακό έλεγχο») 3. επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας. επίρρ... λεπτομερειακώς και ά με κάθε λεπτομέρεια, λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • σκότωμα — (I) το, ΝΑ [σκοτῶ (ΙΙΙ)] νεοελλ. 1. ιατρ. έλλειμμα τού οπτικού πεδίου τού οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση τής όρασης 2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα» ιατρ. σκότωμα… …   Dictionary of Greek

  • εξασθενητικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί εξασθένηση (εξάντληση, κατάπτωση), εξαντλητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”